κοντακιά

κοντακιά
η
χτύπημα με το κοντάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοντακιά — η [κοντάκι] χτύπημα με το κοντάκι τού όπλου …   Dictionary of Greek

  • Кондак — (κονδάκια, κοντακια) собственно пергаментный лист или свиток, исписанный с обеих сторон. Впоследствии словом К. стали обозначать особую группу церковных песнопений, особенность которых состоит в том, что в чинопоследованиях в честь того или иного …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μηνολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Βυζαντινής Εκκλησίας παράλληλο με το Μαρτυρολόγιο της Δυτικής. Περιέχει σύντομους βίους αγίων, σύμφωνα με την εορτολογική τους σειρά (1η Σεπτεμβρίου 31η Αυγούστου) και χρησιμοποιείται κυρίως στα μοναστήρια. To M. ονομάζεται …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”